- ὑαλώδους
- ὑαλώδηςgreenmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
οψιδιανός — Γενικός όρος για τα ηφαιστειακά πετρώματα έκχυσης, υαλώδους φύσης, που μέσα στη μάζα τους δεν περιέχουν ορυκτολογικά στοιχεία με μορφή κρυστάλλων. Ο όρος αυτός, επομένως, υποδηλώνει μάλλον τον τύπο της δομής και όχι ένα ειδικό πέτρωμα. Ανάλογα με … Dictionary of Greek
πλαστικοποιητής — ο, Ν (χημ. τεχνολ.) ουσία η οποία προστίθεται σε ένα πολυμερές μέ σκοπό την ταπείνωση τού σημείου υαλώδους μετάπτωσής του, έτσι ώστε να μειωθεί η δυσκαμψία του και να αυξηθεί η ικανότητα μορφοποίησής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικοποιώ. Η λ. αποτελεί … Dictionary of Greek
τριφυλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο φωσφορικό ορυκτό τού λιθίου και τού σιδήρου, το οποίο απαντά συνήθως με τη μορφή γαλαζωπών ή γκριζωπών μαζών υαλώδους λάμψης σε λιθιούχους και φωσφορούχους γρανιτικούς πηγματίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,… … Dictionary of Greek
φελσιτικός — ή, ό, Ν [φελσίτης] 1. σχετικός με τον φελσίτη 2. φρ. «φελσιτικός ιστός» (πετρογρ.) α) ιστός εκρηξιγενούς πετρώματος τού οποίου τα ορυκτολογικά συστατικά είναι πολύ λεπτόκοκκα ώστε να μπορούν να διακριθούν με γυμνό οφθαλμό β) ιστός μη υαλώδους… … Dictionary of Greek
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek